-
1 θωραξ
1) доспех (преимущ. нагрудный), панцирь, броня(χάλκεος Hom.; ὁπλιτικός Plat.)
2) защита, прикрытие, оплот(τοῦτο τὸ τεῖχος θ. ἐστί Her.)
3) (часть тела, покрываемая панцирем, т.е.) грудь или туловище(ἐν τοῖς στήθεσι καὴ τῷ καλουμένῳ θώρακι Plat.; τὸ ἀπ΄ αὐχένος μέχρι αἰδοίων κύτος καλεῖται θ. Arst.)
ἔχων θώρακα ἄριστον. - Πῶς δ΄ ἂν μαχέσαιτο παγκράτιον θώρακα ἔχων ; Arph. ( игра на двух значениях слова θ.) — (у Эфудиона несмотря на старость), могучая грудь. - Но разве в панкратии ( всеборье) он будет бороться в нагруднике?4) ( у ракообразных) головогрудь Arst. -
2 θώραξ
θώραξ, ᾱκος, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] θώρηξ, ηκος, [dialect] Aeol. [full] θόρραξ Alc.15 (codd. Ath.), ὁ:—A corslet,θ. χάλκεος Il.23.560
;παναίολος 11.374
;πολυδαίδαλος 4.136
, cf. 11.19, etc.; ;ἔξαιρε παῖ θώρακα.. τὸν χοᾶ Id.Ach. 1133
;θ... γυάλοισιν ἀρηρώς Il.15.529
( γύαλα expld. as front- and back-piece fastened with περόναι, Paus.10.26.5);θώρηκος γύαλον Il.5.99
; ὅθι διπλόος ἤντετο θ. 4.133;κατὰ ζώνην θώρηκος ἔνερθε 11.234
; linen jerkin (not worn by Homeric Greeks acc. to Sch.Il.2.529, but cf. λινοθώρηξ), θόρρακες νέω λίνω Alc.
l.c., cf. Hdt.2.182, 3.47, Chron.Lind.C.36, Paus.6.19.7.2 coat of mail, scale armour,θ. χρύσεος λεπιδωτός Hdt.9.22
, cf. 74;φολιδωτός Posidipp.26.7
, cf. Paus.1.21.6; of chain mail, v. ἁλυσιδωτός.II part covered by theθώραξ 1
, trunk, Hp. de Arte10, E.HF 1095, Arist.HA 493a5; ; sts. taken as extending below the midriff, Pl.Ti. 69e;ἀπ' αὐχένος μέχρι αἰδοίων Arist.HA 491a30
, cf. PA 686b5, ἐν τῷ κάτω θώρακος χωρίῳ, of the abdominal cavity, Gal.16.448; but also of the chest, thorax, Arist.HA 493a17:—there is a play on signfs. 1 and 11 in Ar.V. 1194 sq. -
3 κύτος
A hollow, κύκλου, of a shield, A.Th. 495; ; ;περίπλευρον κ. E.El. 473
(lyr.); ; ;κύλικος Pl.Com.189
;λοπάδος Xenarch.1.10
; hold of a ship, Plb.16.3.4.2 vessel, jar, A.Ag. 322, 816, S.El. 1142, etc.; πλεκτὸν κ. basket, E. Ion37;κοιλοσώματον κ. Antiph.52.2
.3 of any hollow container,τὸ τῆς κεφαλῆς κ. Pl.Ti. 45a
; τὸ ὄπισθεν κ. occiput, Arist.PA 56b26; τοῦ θώρακος τὸ κ., i.e. the chest, Pl.Ti. 69e;ποδῶν κ. Achae.4.4
(leg. πλευρῶν); τὸ ἄνω κ. Arist.GA 742b14
(also of plants, = αἱ ῥίζαι, 741b35, al.); τὸ λοιπὸν ἅπαν κ., of the uterus, Gal.UP14.14, cf. Sor.1.9; of the fourth stomach of the ox, Phlp. in AP0.417.14; τὸ τῆς ψυχῆς κ., i.e. the body, Pl.Ti. 44a: hence, abs., body,ἀνδρείῳ κύτει S.Tr.12
; trunk,διὰ παντὸς τοῦ κ. Pl.Ti. 74a
;τὸ ἀπ' αὐχένος μέχρι αἰδοίων κ. Arist.HA
491a29, cf. PA 686b14;τὸ ὅλον κ. τοῦ σώματος D.S.1.35
, cf. Archig. ap.Gal.13.262: metaph., of the πόλις, Pl.Lg. 964e;τὸ σύμπαν τῆς πόλεως κ. τείχεσιν ἠσφάλισται Plb.5.59.8
.
См. также в других словарях:
κύτος — το (Α κύτος) 1. καθετί που χωράει κάτι, κοιλότητα, κοίλωμα, βαθούλωμα («τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε θώρακος κύτει», Αριστοφ.) 2. το κοίλο μέρος τού πλοίου μεταξύ εσωτροπίου και καταστρώματος, το αμπάρι (α. «οι αντλίες έβγαλαν τα νερά που είχαν εισδύσει… … Dictionary of Greek